ήθηση

ήθηση
η
καθαρισμός υγρού με τη βοήθεια φίλτρου: Για την ήθηση μεγάλων ποσοτήτων νερού χρησιμοποιούνται στρώματα από χαλίκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος …   Dictionary of Greek

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”